ξελασπώνω

ξελασπώνω
1. μετ.
1) очищать от грязи; 2) перен. вытаскивать из грязи; выводить из затруднения, выручать;

2. αμετ. , тж. ξελασπώνομαι

1) — очищать себя от грязи;

2) перен. выбираться, выкарабкиваться из скверного положения; выходить из затруднения (материального или морального)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξελασπώνω" в других словарях:

  • ξελασπώνω — ξελασπώνω, ξελάσπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελασπώνω — 1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες 2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες 3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάσταση β) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα») …   Dictionary of Greek

  • ξελασπώνω — ξελάσπωσα, ξελασπώθηκα, ξελασπωμένος 1. μτβ., βγάζω τη λάσπη, καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τη λάσπη. 2. αμτβ., βγαίνω ή καθαρίζομαι από τη λάσπη. 3. μτφ., βοηθώ κάποιον να βγει από οικονομικό αδιέξοδο ή από δύσκολη γενικά θέση: Τον ξελάσπωσαν τ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξελασπώνω …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελασπώνω, απαλλαγή από δύσκολη θέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»