ξελασπώνω — ξελασπώνω, ξελάσπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξελασπώνω — 1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες 2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες 3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάσταση β) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα») … Dictionary of Greek
ξελασπώνω — ξελάσπωσα, ξελασπώθηκα, ξελασπωμένος 1. μτβ., βγάζω τη λάσπη, καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τη λάσπη. 2. αμτβ., βγαίνω ή καθαρίζομαι από τη λάσπη. 3. μτφ., βοηθώ κάποιον να βγει από οικονομικό αδιέξοδο ή από δύσκολη γενικά θέση: Τον ξελάσπωσαν τ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξελάσπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξελασπώνω … Dictionary of Greek
ξελάσπωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελασπώνω, απαλλαγή από δύσκολη θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)